- χρυσόραπις
- χρῡσόρᾰπις, χρυσόρραπις epith. of Hermes,1 with golden wand
Ἑρμᾶς χρυσόραπις P. 4.178
χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν Δ. 4. 37.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἑρμᾶς χρυσόραπις P. 4.178
χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν Δ. 4. 37.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χρυσόραπις — χρῡσόραπις , χρυσόραπις masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόραπις — άπιδος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. χρυσόρραπις … Dictionary of Greek
χρυσόρραπις — και χρυσόραπις, άπιδος, ὁ, ἡ, Α (ως προσωνυμία τού Ερμού) χρυσόρραβδος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ῥαπίς* «ράβδος»] … Dictionary of Greek